ορατόμετρο

ορατόμετρο
το
όργανο με το οποίο προσδιορίζεται ο βαθμός ορατότητας τής ατμόσφαιρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρατός + μέτρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”